- δολίευση
- η [δολιεύομαι]δόλια ενέργεια, εξαπάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολιεύσῃ — δολίζω adulterate fut part act fem dat sg (epic ionic) δολιεύομαι deal treacherously aor subj mp 2nd sg δολιεύομαι deal treacherously fut ind mp 2nd sg δολιόω deal treacherously with pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
καλπονοθεία — η 1. η νόθευση τού αποτελέσματος τών εκλογών με δόλια παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. γεν. απάτη με επιτήδεια νόθευση τής αλήθειας, δολίευση, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεία] … Dictionary of Greek